Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πταίσμα το [ptézma] Ο48 : (λόγ.) σφάλμα, παράπτωμα που διαπράττει κάποιος. || (νομ.) ο κατώτερος βαθμός χαρακτηρισμού της αξιόποινης πράξης: Tο ~ τιμωρείται με κράτηση ή πρόστιμο. || (επέκτ.) για ασήμαντο σφάλμα: Aυτό που έκανες είναι ~ σε σύγκριση με αυτό που έκανα εγώ.
[λόγ. < αρχ. πταῖσμα (όχι νομ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πταισματοδικείο το [ptezmatoδikío] Ο39 : ονομασία του κατώτερου ποινικού δικαστηρίου: Ίδρυση / λειτουργία πταισματοδικείου.
[λόγ. πταισματ- (πταίσμα) -ο- + -δικείον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πταισματοδίκης ο [ptezmatoδíkis] Ο10 θηλ. πταισματοδίκης [ptezmatoδíkis] : δικαστής αρμόδιος να εκδικάζει πταίσματα.
[λόγ. πταισματ- (πταίσμα) -ο- + -δίκης· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]