Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πτίλωμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πτίλωμα το [ptíloma] Ο49 : (λόγ.) τα πούπουλα που αποτελούν το φτέρωμα του πτηνού.

[λόγ. πτίλ(ον) -ωμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες