Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρόποση η [próposi] Ο33 : σύντομος λόγος σε γιορτές, σε συνεστιάσεις κτλ., στο τέλος του οποίου αυτός που τον εκφωνεί σηκώνει ένα ποτήρι και προτρέπει να πιουν όλοι μαζί προς τιμή κάποιου προσώπου ή γεγονότος: Kάνω / εγείρω ~.
[λόγ. < αρχ. πρόπο(σις) -ση]