Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρώτιστος -η -ο [prótistos] Ε5 : για κτ. που είναι σπουδαιότατο, πολύ μεγάλης σημασίας: H υπεράσπιση της πατρίδας είναι το πρώτιστο καθήκον του πολίτη. || Tο πρώτιστο είναι να εξασφαλίσουμε τη χρηματοδότηση του έργου. || (ως ουσ.) τα πρώτιστα*.
πρώτιστα & (λόγ.) πρωτίστως ΕΠIΡΡ: Πρέπει ~ να καθορίσουμε τους στόχους που θα έχουμε στη ζωή. [λόγ. < αρχ. πρώτιστος υπερθ. του πρῶτος· λόγ. πρώτιστ(ος) -ως]