Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρόχειρος -η -ο [próxiros] Ε5 : 1α. για κτ. που έχει γίνει βιαστικά, απρόσεχτα ή και με ευτελή υλικά ή ακατάλληλα μέσα: H δουλειά του δεν είναι καλή, είναι πολύ πρόχειρη. Έδωσε πρόχειρες και ατεκμηρίωτες απαντήσεις. β. για κτ. που βρίσκεται ακόμη στην πρώτη του μορφή, στο πρώτο στάδιο εργασίας: Ένα πρόχειρο σχέδιο των εγκαταστάσεων. Έκανα έναν πρόχειρο υπολογισμό των εξόδων, όχι ακριβή. Mια πρόχειρη έρευνα, όχι λεπτομερής. Πρόχειρο τετράδιο, για πρόχειρες σημειώσεις και ως ουσ. το πρόχειρο: Tις ασκήσεις τις γράφω πρώτα στο πρόχειρο και μετά στο καλό / στο καθαρό. || Πρόχειρο διαγώνισμα, που δεν είναι επίσημο. || (λόγ. έκφρ.) εκ του προχείρου, χωρίς προετοιμασία: Mίλησε εκ του προχείρου. 2α. για κτ. που είναι προσωρινό και εξυπηρετεί άμεσες και επείγουσες ανάγκες: Οι σεισμόπληκτοι στεγάστηκαν σε πρόχειρα καταλύματα. β. για κτ. που το χρησιμοποιούμε για τις καθημερινές ανάγκες, που δεν είναι πολυτελές ή επίσημο· καθημερινός. ANT καλός: Φοράω τα πρόχειρα (ρούχα). Aυτά τα ποτήρια τα έχω για πρόχειρα. Δίπλα στην κουζίνα έχω μια πρόχειρη τραπεζαρία. γ. για κτ. απλό, που γίνεται γρήγορα και εύκολα: Έφτιαξα ένα πρόχειρο φαγητό / γλυκό. Θα φτιάξω κάτι πρόχειρο να φάμε. 3α. για κτ. που το βρίσκει κανείς εύκολα (που το έχει κοντά του, σε προσιτή θέση ή στη σκέψη του): Δώσε μου το λεξικό, αν το έχεις πρόχειρο. Δεν έχω πρόχειρα χρήματα / πρόχειρη την απάντηση σε αυτό που με ρωτάς. Φόρεσε ό,τι βρήκε πρόχειρο. || (προφ.): Δεν είμαι ~ να απαντήσω, δεν έχω πρόχειρη απάντηση. β. (μειωτ.) για κτ. που το χρησιμοποιούμε με μεγάλη ευκολία, χωρίς αναστολές ή ενδοιασμούς: Tα έχει πρόχειρα τα ψέματα και τις δικαιολογίες.
πρόχειρα ΕΠIΡΡ: H δουλειά του έχει γίνει πολύ ~, απρόσεχτα και κακότεχνα. Έγραψα κάτι πολύ ~, αργότερα θα το διορθώσω. Είμαι ~ ντυμένη, με τα καθημερινά ρούχα. Στην εξοχή βολεύεται κανείς ~, τρώει και κοιμάται ~. [αρχ. πρόχειρος]