Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρόφαση η [prófasi] Ο33 : ψεύτικη, φανταστική αιτία που προβάλλει κάποιος για να δικαιολογήσει μια ενέργεια ή μια παράλειψή του· πρόσχημα: Mε ~ την αρρώστια του παιδιού της δεν πήγε στη δουλειά της. Mε την ~ ότι είναι πολύ απασχολημένος δεν ήρθε να με βοηθήσει. Θα βρω μια ~ για να αρνηθώ την πρόσκλησή του. (απαρχ. έκφρ.) προφάσεις εν αμαρτίαις, όταν κάποιος προσπαθεί να δικαιολογήσει κάποιο ατόπημά του.
[λόγ. < αρχ. πρόφα(σις) -ση]