Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρότερος -η -ο [próteros] Ε5 θηλ. και προτέρα : (λόγ.) προγενέστερος, προηγούμενος, κυρίως στην έκφραση εκ των προτέρων, από πριν, πριν συμβεί ή πριν πραγματοποιηθεί κτ. ANT εκ των υστέρων: Θεωρώ εκ των προτέρων καταδικασμένη κάθε προσπάθεια. Δεν ξέρω εκ των προτέρων πώς θα αντιδράσει. Σε ευχαριστώ εκ των προτέρων, για κάποια εξυπηρέτηση που ζητώ από κπ. || (φιλοσ.) απριόρι. || (νομ.): ~ έντιμος βίος, ως τη διάπραξη του αδικήματος: Kαταδικάστηκε σε ένα χρόνο φυλάκιση, με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου.
[λόγ. < αρχ. πρότερος]