Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρόσχαρος -η -ο [prósxaros] Ε5 : 1α. για κπ. που έχει καλή, χαρούμενη διάθεση: Είναι πολύ ~ άνθρωπος, δεν τον βλέπεις ποτέ κακόκεφο. β. για κτ. που εκδηλώνει χαρά, ευχαρίστηση: Έχει πρόσχαρο πρόσωπο. 2. για κτ. που δημιουργεί ευχάριστη διάθεση: Πρόσχαρο δωμάτιο, με φωτει νά χρώματα και με χαριτωμένα σχέδια στους τοίχους.
πρόσχαρα ΕΠIΡΡ. [μσν. πρόσχαρος < ελνστ. προσχαρ(ής) μεταπλ. -ος και μετακ. του τόνου κατά τα σύνθετα]