Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρόσφορος -η -ο [prósforos] Ε5 : (για πργ. ή για αφηρ. ουσ.) που είναι κατάλληλος για κτ., που προσφέρεται3 για κτ.: Tο έδαφος / το κλίμα δεν είναι πρόσφορο για την καλλιέργεια εσπεριδοειδών. Οι οικονομικές συνθήκες στη χώρα μας είναι πρόσφορες για ξένες επενδύσεις. Tο έδαφος στον ΟHΕ δεν είναι ακόμη πρόσφορο, για να υποβάλουμε την αίτησή μας, οι συνθήκες δεν είναι κατάλληλες. Στα εξαθλιωμένα κοινωνικά στρώματα η εγκληματικότητα βρίσκει πρόσφορο έδαφος (για να αναπτυ χθεί).
[λόγ. < αρχ. πρόσφορος]