Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρόστιμο το [próstimo] Ο40 : χρηματική ποινή που επιβάλλεται από δικαστήριο για πταίσματα ή από διοικητικό όργανο για πειθαρχικά παραπτώματα ή για φορολογικές παραβάσεις: Tιμωρήθηκε με ~ χιλίων μεταλλικών δραχμών. H τροχαία θα επιβάλει αυστηρά / μεγάλα πρόστιμα στους παραβάτες του κώδικα οδικής κυκλοφορίας. H εφορία / η ΔΕH βάζει ~ σε όσους δεν εξοφλούν εγκαίρως τις οφειλές τους.
[λόγ. < αρχ. πρόστιμον]