Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρόσθιος -α -ο [prósθios] Ε6 : (λόγ.) εμπρόσθιος, μπροστινός. ANT οπίσθιος: H πρόσθια όψη του κτιρίου. || Πρόσθια κολύμβηση, είδος κολύμβησης με τη ράχη προς τα επάνω και ως ουσ. το πρόσθιο, η πρόσθια κολύμβηση.
προσθίως ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. πρόσθιος `μπροστινός΄· λόγ. πρόσθι(ος) -ως]