Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρόσθημα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρόσθημα το [prósθima] Ο49 : 1. (γραμμ.) το πρόσφυμα. 2. (οικον.) φύλ λο που προστίθεται σε διάφορους τίτλους (επιταγές, γραμμάτια, συναλλαγματικές κτλ.), όταν δεν υπάρχει επαρκής χώρος για οπισθογράφηση.

[λόγ. < αρχ. πρόσθημα `προσθήκη΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες