Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρόσθετος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρόσθετος -η -ο [prósθetos] Ε5 : 1. που προστίθεται επιπλέον του κανονικού, του προβλεπόμενου, του προϋπάρχοντος: H περάτωση του έργου απαιτεί πρόσθετες δαπάνες. H πρόσθετη εργασία αμείβεται επιπλέον. Προσλήφθηκε πρόσθετο προσωπικό. Tα δίδακτρα των παιδιών είναι ένα πρόσθετο οικονομικό βάρος για την οικογένεια. 2α. που έχει προστεθεί εκ των υστέρων, που δεν υπήρχε αρχικά: Στο τελικό κείμενο μπήκε κι ένα πρόσθετο κομμάτι. Ένας ~ μηχανισμός ρυθμίζει τη ροή του νερού. Πρόσθετα δόντια, που έχουν τοποθετηθεί στη θέση αυτών που λείπουν. β. (ως ουσ., χημ.) τα πρόσθετα, ονομασία διάφορων ουσιών που χρησιμοποιούνται στα τρόφιμα, στα προϊόντα κατεργασίας του αργού πετρελαίου και στα πετροχημικά για τη βελτίωση των ιδιοτήτων τους. πρόσθετα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. πρόσθετος· (2β: σημδ. αγγλ. additive, additives)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες