Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρόσθεση η [prósθesi] Ο33 : 1. μία από τις τέσσερις θεμελιώδεις πράξεις της αριθμητικής, η συνένωση δύο ή περισσότερων αριθμών σε έναν με συγκεκριμένο τρόπο· άθροιση: Kάνω / εκτελώ ~. Για να λύσουμε το πρόβλημα, πρέπει να κάνουμε ~. Tο + (συν) είναι το σύμβολο της πρόσθεσης. Έκανε λάθος στην ~. 2. η ενέργεια, η διαδικασία με την οποία κτ. επι πλέον συνενώνεται με κτ. που ήδη υπάρχει και το αυξάνει, το συμπληρώνει, το επεκτείνει κτλ., η προσθήκη: H ~ νέων φόρων προκάλεσε αντιδράσεις. H ~ ή η αφαίρεση μιας λέξης μπορεί να αλλάξει ριζικά το νόημα των λεγομένων. H ~ νέων αιτημάτων οδήγησε τις διαπραγματεύσεις σε αποτυχία.
[λόγ. < αρχ. πρόσθε(σις) -ση]