Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρόπτωση η [próptosi] Ο33 : (λόγ.) η πτώση προς τα εμπρός ή προς τα κάτω. || (κυρ. ιατρ.) η μετατόπιση και ειδικότερα η πτώση οργάνου ή τμήματος οργάνου του σώματος από τη φυσιολογική του θέση: ~ της μήτρας.
[λόγ. < ελνστ. πρόπτω(σις) -ση]