Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρόποδες οι [própoδes] Ο5 : το κατώτερο τμήμα ενός υψώματος (βουνού ή λόφου), το σημείο όπου αρχίζουν οι πλαγιές: Tο χωριό είναι χτισμένο στους ~ του βουνού / του λόφου.
[λόγ. < αρχ. πρόπους ὁ `παρακλάδι οροσειράς΄ (παρανόηση της σημ.), πληθ. κατά τη λαϊκή φρ. τα πόδια του βουνού]