Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρόποδες
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρόποδες οι [própoδes] Ο5 : το κατώτερο τμήμα ενός υψώματος (βουνού ή λόφου), το σημείο όπου αρχίζουν οι πλαγιές: Tο χωριό είναι χτισμένο στους ~ του βουνού / του λόφου.

[λόγ. < αρχ. πρόπους ὁ `παρακλάδι οροσειράς΄ (παρανόηση της σημ.), πληθ. κατά τη λαϊκή φρ. τα πόδια του βουνού]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες