Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρόπερσι [própersi] & προπέρυσι [propérisi] & προπέρσι [propérsi] επίρρ. : κατά το έτος πριν από αυτό που προηγήθηκε, πριν από δυο χρόνια: Tο χτίσιμο του σπιτιού άρχισε ~ και τελείωσε φέτος.
[μσν. πρόπερσι < αρχ. προπέρυσι με συγκ. του άτ. [i] και τον. κατά τα σύνθ.· λόγ. < αρχ. προπέρυσι· μσν. *προπέρσι < αρχ. προπέρυσι με συγκ. του άτ. [i] ]