Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρόξενος 1 ο [próksenos] Ο20α θηλ. πρόξενος [próksenos] Ο36 : επίσημος αντιπρόσωπος ενός κράτους σε ένα άλλο κράτος, επιφορτισμένος κυρίως με το καθήκον να προστατεύει τα συμφέροντα των πολιτών και του κράτους που τον αποστέλλει καθώς και να αναπτύσσει ποικίλες (εμπορικές, οικονομικές, μορφωτικές κτλ.) σχέσεις με το κράτος υποδοχής: Tακτικός / έμμισθος / άμισθος / επίτιμος ~.
[λόγ. < αρχ. πρόξενος `αντιπρόσωπος ατόμου ή χώρας, που χειρίζεται τις υποθέσεις τους΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρόξενος 2 ο : αυτός που προκαλεί κτ., που είναι υπαίτιος για κτ. (συνήθ. αρνητικό): ~ ταραχών / επεισοδίων / καταστροφής.
[λόγ. < αρχ. πρόξενος (δες πρόξενος 1) κατά τη σημ. του προξενώ]