Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρόναος ο [prónaos] Ο20α : 1. (στους αρχαιοελληνικούς ναούς) ο περίστυλος χώρος που βρισκόταν πριν από τον κυρίως ναό· πρόδομος. 2. (στους χριστιανικούς ναούς) ο νάρθηκας.
[λόγ. < ελνστ. πρόναος, αρχ. επίθ. πρόναος `που βρίσκεται μπροστά στο ναό΄]