Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρόλογος ο [próloγos] Ο19 : 1. προεισαγωγικό μέρος κειμένου ή λόγου. ANT επίλογος: Ο ~ πρέπει να είναι σύντομος. Tο βιβλίο έχει έναν κατατοπιστικό πρόλογο. Mπήκε στο θέμα χωρίς πρόλογο. ~ μυθιστορήματος / θεατρικού έργου. ~, κυρίως θέμα και επίλογος. Άσε τους προλόγους και λέγε τι συμβαίνει. 2. (στο αρχ. δράμα) α. το μέρος πριν από το χορικό άσμα. β. ο αρχικός μονόλογος, που αναφέρεται σε γεγονότα σχετικά με την υπόθεση του δράματος και εισάγει στην κυρίως δράση.
[λόγ. < αρχ. πρόλογος]