Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρόλοβος ο [prólovos] Ο19 : (ζωολ.) διεσταλμένο τμήμα του οισοφάγου των πτηνών, όπου συγκρατείται η τροφή πριν να περάσει στο στομάχι.
[λόγ. < αρχ. πρόλοβος]