Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρόκριμα το [prókrima] Ο49 : καθετί που συντελεί στο σχηματισμό προκαταρκτικής κρίσης, εκτίμησης για κτ. που θα ακολουθήσει: Tα αποτελέσματα των αρχαιρεσιών στα εργατικά σωματεία αποτελούν ~ για τις βουλευτικές εκλογές.
[λόγ. < ελνστ. πρόκριμα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προκριματικός -ή -ό [prokrimatikós] Ε1 : α. που συντελεί ή που αποβλέπει στο σχηματισμό προκαταρκτικής κρίσης: Προκριματικοί αγώνες, αθλητικοί αγώνες που διεξάγονται για να αναδείξουν τους αθλητές ή τις ομάδες που θα συμμετάσχουν στην επόμενη, στην τελική φάση. || (ως ουσ.) τα προκριματικά. β. (νομ.) προκριματική αγωγή, που ρυθμίζει μια υπόθεση με προσωρινή απόφαση πριν από την έκδοση της τελικής.
[λόγ.: α: προκριματ- (πρόκριμα) -ικός· β: σημδ. γαλλ. préjudiciel]