Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρόθυμος -η -ο [próθimos] Ε5 : που έχει, που επιδεικνύει καλή διάθεση, ζήλο, ετοιμότητα για μια δραστηριότητα. ANT απρόθυμος: Είμαι / φαίνομαι ~. Είναι πάντα ~ να κάνει ό,τι του ζητήσεις / να σε εξυπηρετήσει. Tη βρήκα πρόθυμη να με βοηθήσει. (απαρχ. έκφρ.) το μεν πνεύμα* πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής.
πρόθυμα & (λόγ.) προθύμως ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. πρόθυμος, προθύμως]