Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρόθεμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρόθεμα το [próθema] Ο49 : (γραμμ.) φωνήεν το οποίο προστίθεται στην αρχή λέξεων που αρχίζουν από σύμφωνο ή από συμφωνικό σύμπλεγμα, χωρίς να σχετίζεται με το θέμα τους, π.χ. αρχ. ἐ-ρυθρός, ἀ-μείβω, νεοελλ. ί-σκιος, α-δράχνω.

[λόγ. προ- θέμα μτφρδ. αγγλ. prefix (διαφ. το ελνστ. πρόθεμα `δημόσια αγγελία΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προθεματικός -ή -ό [proθematikós] Ε1 : που χρησιμοποιείται ως πρόθεμα: Tο “α-” στο αρχαίο ρήμα “ἀμείβω” λέγεται προθεματικό φωνήεν.

[λόγ. προθεματ- (πρόθεμα) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες