Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρόγονος ο [próγonos] Ο19 : αυτός που έζησε στο (απώτερο ή πιο πρόσφατο) παρελθόν, που ανήκει σε παλιότερη γενιά και από τον οποίο κατάγεται κάποιος· προπάτορας. ANT απόγονος: Οι αρχαίοι πρόγονοί μας. Ο πίνακας παριστάνει έναν πρόγονο της οικογένειάς μας. Οι πρόγονοί μας μας άφησαν πλούσια αλλά και βαριά κληρονομιά. Οι τάφοι των προγόνων μας.
[λόγ. < αρχ. πρόγονος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]