Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρόγκα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρόγκα η [próŋga] Ο25 : (οικ.) 1. θορυβώδης, έντονη ομαδική αποδοκιμασία, χλευασμός· γιουχάισμα: Mόλις βγήκε στο μπαλκόνι να μιλήσει, άρχισε η ~. 2. άγριο, επιθετικό (συνήθ. ομαδικό) πείραγμα: Οι συμμαθητές του τον υποδέχτηκαν με ~ και ειρωνεία.

[σλαβ. *poroga με ανομ. αποβ. του πρώτου [o] ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προγκάω [proŋgáo] & Ρ10.2α μππ. προγκηγμένος & προγκάρω [proŋgáro] Ρ6α & προγκίζω [pronízo] Ρ2.3α μππ. προγκισμένος : (οικ.) 1. αποδοκιμάζω, χλευάζω ομαδικά κπ. με φωνές και θόρυβο· γιουχαΐζω: Tο πλήθος / το κοινό άρχισε να προγκάει τον ομιλητή / τους ηθοποιούς. 2. φέρομαι απότομα, σκληρά σε κπ., τον αποπαίρνω: Ήρθε να μου ζητήσει πάλι δανεικά κι εγώ τον πρόγκηξα. 3. (λαϊκότρ.) α. (για ζώα) φωνάζω δυνατά, κάνω φασαρία και θόρυβο, για να φοβίσω ένα ζώο ή κοπάδι και να το διώξω ή να το κάνω να προχωρήσει, να το οδηγήσω κάπου: Έβγαλε τα κατσίκια απ΄ το μαντρί και τα πρόγκηξε κατά το βοσκοτόπι. Πρόγκη ξε το σκυλί, για να μην πλησιάσει στα φαγητά. β. ξαφνιάζομαι, τρομάζω: Tο άλογο πρόγκηξε από τις ντουφεκιές.

[πρόγκ(α) -άω, -άρω, -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες