Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρόγευμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρόγευμα το [prójevma] Ο49 : 1. το πρωινό γεύμα· πρωινό: Για ~ τρώω ψωμί, βούτυρο και μέλι. Tο ~ σερβίρεται στις 8 π.μ. 2. η διαδικασία και ο αντίστοιχος χρόνος παράθεσης ενός προγεύματος: Mετά το ~ έκαναν έναν περίπατο. || για επίσημη συνεστίαση: Ο πρωθυπουργός παρακάθησε σε / παρέθεσε ~ εργασίας.

[λόγ. < μσν. πρόγευμα < προ- γεύμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προγευματίζω [projevmatízo] Ρ2.1α : παίρνω, τρώω το πρόγευμα, το πρωινό μου.

[λόγ. < αρχ. προγευματίζω `γεύομαι από πριν΄ κατά τη σημ. της λ. πρόγευμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες