Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρόβειος -α -ο [próvjos] Ε4 : που προέρχεται από πρόβατο: Πρόβειο γά λα / γιαούρτι / τυρί.
[μσν. πρόβειος < το πρόβ(α) -ειος < πληθ. πρόβατα (πρόβατο) αναλ. προς το γάλατα - γάλα]