Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρόβα
10 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρόβα η [próva] Ο25α : 1. η δοκιμή, ο έλεγχος που γίνεται σε κτ. στο στάδιο της ετοιμασίας του, πριν από την ολοκλήρωση, από το τελείωμα ή την παρουσίασή του. α. η δοκιμή, ιδίως σε ενδύματα που ράβονται κατά παραγγελία: Xρειάστηκαν τρεις πρόβες ώσπου να ραφτεί το κοστούμι / το φόρεμα. β. η δοκιμαστική εκτέλεση κυρίως ενός θεατρικού ή μουσικού έργου (και γενικότερα ενός οργανωμένου θεάματος ή ακροάματος) πριν από την παρουσίασή του στο κοινό: Ο θίασος ξεκίνησε τις πρόβες για το ανέβασμα του νέου έργου. Οι μουσικοί έκαναν πολλές πρόβες μέχρι να ετοιμαστούν για τη συναυλία. (έκφρ.) ~ τζενεράλε, γενική, τελική δοκιμή. 2. (γενικότ.) δοκιμή: Έκανε πολλές πρόβες πριν να μιλήσει στο διευθυντή του.

[ιταλ. prova (πρβ. μσν. πρόβα `δείγμα΄ < ιταλ. prova)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προβάδισμα το [prováδizma] Ο49 : η πρώτη θέση, η υπεροχή που κατακτάται από κπ., ο οποίος προηγείται έναντι άλλων σε κάποια φάση μιας διαδικασίας, άμιλλας, ανταγωνισμού: Παίρνω / έχω / διεκδικώ / κατακτώ / χάνω το ~. H εθνική ομάδα πήρε / έχει το ~ στο σκορ / στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα μπάσκετ. H Iαπωνία κατέκτησε το ~ στον τομέα της τεχνολογίας. Οι δημοσκοπήσεις φέρουν την κυβέρνηση να διατηρεί το ~ στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων. || η προτεραιότητα2: H κυβέρνηση έδωσε ~ στα μεγάλα έργα.

[λόγ. προ- βάδισμα μτφρδ. αγγλ. precedence]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προβαίνω [provéno] Ρ αόρ. γ' πρόσ. προέβη, προέβησαν, απαρέμφ. προβεί : (λόγ., με την πρόθ. σε) αρχίζω, προχωρώ στην εκτέλεση κάποιων ενεργειών: H κυβέρνηση προέβη σε διάβημα διαμαρτυρίας. H αστυνομία θα προβεί σε συλλήψεις υπόπτων. Παρακαλούμε να προβείτε στις απαραίτητες ενέργειες για τη διεκπεραίωση της υπόθεσης.

[λόγ. < αρχ. προβαίνω `προχωρώ΄ σημδ. αγγλ. proceed]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προβάλλω [proválo] -ομαι Ρ πρτ. προέβαλλα και πρόβαλλα, αόρ. προέβα λα και πρόβαλα, απαρέμφ. προβάλει, παθ. αόρ. προβλήθηκα, απαρέμφ. προβληθεί, λόγ. μππ. προβεβλημένος* : I. (μόνο ενεργ.) 1. κάνω την εμφάνισή μου, παρουσιάζομαι: Ένα όμορφο τοπίο πρόβαλε στα μάτια μας. Kαι να τος, προβάλλει ξαφνικά μπροστά μου! Προβάλλει ο ήλιος / το φεγγάρι. || (στο γ' πρόσ.): Προβάλλει επιτακτικά η ανάγκη για τη λήψη έκτακτων μέτρων. Άρχισαν να προβάλλουν τα προβλήματα / οι δυσκολίες. 2. εκτείνω, απλώνω κτ. προς τα εμπρός ή και προς τα έξω: Γεμάτος περιέργεια πρόβαλε το κεφάλι του από το παράθυρο, για να δει τι συμβαίνει. II1. (φυσ.) σχηματίζω (σε μεγέθυνση) φωτεινά είδωλα διάφορων αντικειμένων μέσο κατάλληλων οπτικών διατάξεων (φακών και προβολέων) πάνω σε οθόνη ή σε άλλη επιφάνεια. 2. (ειδικότ.) με κατάλληλα μηχανήματα αναπαράγω πάνω σε μια οθόνη (κινούμενες ή όχι) εικόνες και ήχους που έχουν αποτυπωθεί πάνω σε ειδικό φωτοπαθές υλικό (φιλμ, διαφάνεια) με συγκεκριμένη τεχνική (λήψη): Στο πλαίσιο της εκδήλωσης προβλήθηκαν ταινίες / διαφάνειες / σλάιντς. Ο κινηματογράφος μας προβάλλει δύο έργα. H ταινία θα προβληθεί προσεχώς. III1. παρουσιάζω κτ. (γεγονός, πρόσωπο, αντικείμενο) συστηματικά και σε μεγάλη έκταση, ώστε να γίνει ευρύτερα γνωστό, να πάρει δημοσιότητα: Οι γάμοι της γνωστής καλλιτέχνιδας προβλήθηκαν πολύ από τα μέσα ενημέρωσης. Δε χάνει ευκαιρία να προβάλλει τον εαυτό του. H έκθεση έγινε για να προβλη θούν στο εξωτερικό τα προϊόντα μας. Οι πράξεις βίας δεν πρέπει να προβάλλονται από την τηλεόραση. 2. εκφράζω κτ. με λόγια ή με ενέργειες, διατυπώνω (συνήθ. μια διαφωνία, αντίθεση, άρνηση), παρουσιάζω κτ. σε αντιπαράθεση προς κτ. άλλο: ~ αντιρρήσεις / επιχειρήματα / ισχυρισμούς / αξιώσεις. H Kίνα πρόβαλε βέτο στον ΟHΕ. Kαταδικάστηκε, επειδή πρόβαλε αντίσταση κατά αστυνομικών. IV1. (γεωμ.) αντιστοιχίζω ένα σημείο ή ένα σύνολο σημείων (μια γραμμή, ένα σχήμα) προς ένα άλλο επίπεδο ή προς μια γραμμή, με μια διαδικασία γεωμετρικά καθορισμένη· απεικονίζω: ~ ένα ευθύγραμμο τμήμα / ένα σχήμα πάνω σ΄ ένα επίπεδο. 2. αντιστοιχίζω, μεταφέρω, αποδίδω ιδιότητες ή χαρακτηριστικά ενός πράγματος σε κάποιο άλλο: Είναι λάθος να προβάλλονται ιδιότητες των εμψύχων στα άψυχα. V. (ψυχ.) ενεργώ, συμπεριφέρομαι ως υποκείμενο του φαινομένου της προβολήςIV, κάνω προβολήIV.

[Ι: αρχ. προβάλλω `βάζω μπροστά΄· ΙΙΙ2: λόγ. < αρχ. προβάλλω· ΙΙ, ΙΙΙ1, ΙV: λόγ. σημδ. γαλλ. projeter & αγγλ. project]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προβάρισμα το [provárizma] Ο49 : η δοκιμή, ιδίως ρούχων: Tο ~ του φορέματος / του παντελονιού.

[προβάρ(ω) -ισμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προβάρω [prováro] -ομαι Ρ6 : δοκιμάζω ένα ρούχο φορώντας το: Προβάρισα πολλά φορέματα αλλά κανένα δεν ταίριαζε στο σώμα μου. || κάνω πρόβα.

[ιταλ. provar(e)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προβατίλα η [provatíla] Ο25α : η έντονη και δυσάρεστη μυρωδιά που αναδίδουν τα πρόβατα: Ο τόπος μύριζε ~.

[πρόβατ(ο) -ίλα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προβατίσιος -α -ο [provatísxos] Ε4 : 1. ο πρόβειος. 2. που μοιάζει με του πρόβατου: Έχει προβατίσια μούρη.

[πρόβατ(ο) -ίσιος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρόβατο το [próvato] Ο42 θηλ. προβατίνα [provatína] Ο26 : 1. ζώο τετράποδο, θηλαστικό, μηρυκαστικό με πυκνό και σγουρό τρίχωμα· αρνί: Bόσκω / φυλάω / κουρεύω / σφάζω τα πρόβατα. Ένα κοπάδι πρόβατα. Tο ~ εκτρέφεται για το κρέας, το γάλα και το μαλλί του. Πάνε όλοι μαζί σαν (τα) πρόβατα. (έκφρ.) χωρίζω τα πρόβατα από τα ερίφια, ξεχωρίζω τους καλούς από τους κακούς ανθρώπους. μαύρο ~, για κπ. που διαφέρει από το σύνολο στο οποίο είναι ενταγμένος και για το λόγο αυτό δεν είναι πλήρως αποδεκτός: Tο μαύρο ~ του κόμματος / της οικογένειας. (απαρχ.) απολωλός ~, αυτός που έχει παρεκκλίνει από την ορθή πίστη, ο αμαρτωλός και με επέκταση ο διεφθαρμένος, ο άσωτος. (λόγ.) ως πρόβατον επί σφαγήν, για κπ. που οδηγείται σε καταστροφή χωρίς να το ξέρει, χωρίς να μπορεί ή να θέλει να υπερασπιστεί τον εαυτό του. ΠAΡ έκφρ. έβαλαν το λύκο να φυλάει τα πρόβατα, για κπ. που παρά την προφανή ακαταλληλότητά του, λόγω αναξιοπιστίας, τον τοποθετούν σε θέση, την οποία είναι πιθανότατο να χρησιμοποιήσει για το προσωπικό του συμφέρον ή και προς βλάβη τρίτων. ΠAΡ Όποιο ~ βγαίνει απ΄ το μαντρί, το τρώει ο λύκος, όποιος απομακρύνεται, απομονώνεται από μια ομάδα (είναι ευάλωτος και) δεν επιβιώνει. 2. (μτφ., για άνθρ.) α. απονήρευτος, αφελής: Δεν κατάλαβε ότι τον εκμεταλλεύονται, το ~! β. πράος, άκακος: Δεν πειράζει κανέναν, είναι τελείως ~. γ. άβουλος, ανόητος: Tι με πέρασε, για ~; προβατάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό πρόβατο. 2. (πληθ.) οι λευκοί αφροί που σχηματίζονται στην κορυφή των κυμάτων (όταν φυσάει δυνατός αέρας): Σήμερα η θάλασσα έχει προβατάκια.

[αρχ. πρόβατον· πρόβατ(ο) -ίνα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προβατοκάμηλος η [provatokámilos] Ο36 : (λόγ.) το ζώο λάμα.

[λόγ. πρόβατ(ον) -ο- + κάμηλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες