Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρωτύτερος -η -ο [protíteros] Ε5 : που συμβαίνει πριν από κπ. άλλο, προηγούμενος, προγενέστερος.
πρωτύτερα* ΕΠIΡΡ. [μσν. πρωτύτερος συγκρ. του πρώτ(ος) -ύτερος]