Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρωτύτερα [protítera] επίρρ. χρον. : προηγουμένως. α. στο πολύ πρόσφατο παρελθόν· πριν από λίγο: Ξέχασες κιόλας τι σου είπα ~; β. στο παρελθόν γενικά: Σκέψεις που ποτέ δεν είχε κάνει ~.
[μσν. πρωτύτερα < πρωτύτερ(ος) επίρρ. -α]