Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρωτύτερα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρωτύτερα [protítera] επίρρ. χρον. : προηγουμένως. α. στο πολύ πρόσφατο παρελθόν· πριν από λίγο: Ξέχασες κιόλας τι σου είπα ~; β. στο παρελθόν γενικά: Σκέψεις που ποτέ δεν είχε κάνει ~.

[μσν. πρωτύτερα < πρωτύτερ(ος) επίρρ. ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες