Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρωτοτόκια
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρωτοτόκια τα [prototóka] Ο44 : τα επιπλέον δικαιώματα του πρωτότοκου παιδιού (στα πλαίσια της οικογένειάς του): Πούλησε στον Iακώβ τα ~ του για ένα πιάτο φακές.

[λόγ. < ελνστ. πρωτοτόκια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες