Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρωτοτυπία η [prototipía] Ο25 : η ιδιότητα εκείνου που είναι πρωτότυπος, που είναι διαφορετικός, που καινοτομεί: H ~ ενός έργου / καλλιτέχνη / συγγραφέα. H ~ του βιβλίου αυτού έγκειται στο ότι δε χρησιμοποιεί τόνους.
[λόγ. < μσν. πρωτοτυπία `αρχική μορφή΄ < πρωτότυπ(ος) -ία σημδ. γαλλ. originalité]