Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρωτοποριακός -ή -ό [protoporiakós] Ε1 : που αναφέρεται στην πρωτοπορία (ιδέες, γνώσεις τεχνικές κτλ.) και ιδίως ανήκει σ΄ αυτή: Πρωτοποριακή τέχνη / τεχνολογία. Ένας ~ καλλιτέχνης. Εργάζεται με μεθόδους όχι απλά μοντέρνες αλλά πρωτοποριακές.
πρωτοποριακά ΕΠIΡΡ. [λόγ. πρωτοπορί(α) -ακός απόδ. γαλλ. avant-gardiste]