Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρωτοπορία η [protoporía] Ο25 : 1. (σπάν.) το να είναι κάποιος πρώτος σε κτ.· προβάδισμα: Παίρνω / διατηρώ / χάνω την ~. 2. σύνολο από ιδέες, γνώσεις, τεχνικές κτλ. που είναι νέες, χαρακτηρίζονται από καινοτομίες (στον πνευματικό, κοινωνικό, καλλιτεχνικό, πολιτικό κτλ. χώρο) και χρησιμεύουν ως πρότυπο που το ακολουθούν άλλοι: Πνευματική / επιστημονική / τεχνολογική / καλλιτεχνική / πολιτική ~. Kαλλιτέχνης που, χωρίς να αρνείται την παράδοση, βρίσκεται στην ~.
[λόγ. < ελνστ. πρωτοπορεία `εμπροσθοφυλακή΄ σημδ. γαλλ. avant-garde (ορθογρ. απλοπ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρωτοποριακός -ή -ό [protoporiakós] Ε1 : που αναφέρεται στην πρωτοπορία (ιδέες, γνώσεις τεχνικές κτλ.) και ιδίως ανήκει σ΄ αυτή: Πρωτοποριακή τέχνη / τεχνολογία. Ένας ~ καλλιτέχνης. Εργάζεται με μεθόδους όχι απλά μοντέρνες αλλά πρωτοποριακές.
πρωτοποριακά ΕΠIΡΡ. [λόγ. πρωτοπορί(α) -ακός απόδ. γαλλ. avant-gardiste]