Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρωτοπαθής -ής -ές [protopaθís] Ε10 : (ιατρ., για πάθηση, νόσημα κτλ.) που δεν οφείλεται σε άλλη πάθηση.
[λόγ. πρωτο(πάθεια) -παθής (αναδρ. σχημ.) < γαλλ. protopathie (ουσ.) < proto- = πρωτο- + -pathie = -πάθεια]