Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρωτοξείδιο το [protoksíδio] Ο40 : (χημ.) κάθε οξείδιο του οποίου το μόριο έχει ένα μόνο άτομο οξυγόνου.
[λόγ. < γαλλ. protoxyde < prot(o)- = πρωτ(ο)- + oxyde = οξείδιον]