Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρωτομάστορας ο [protomástoras] Ο5 προφ. πληθ. και πρωτομαστόροι : 1. ο επικεφαλής μιας ομάδας τεχνιτών και ιδίως χτιστών: Tο τραγούδι λέει ότι έθαψαν στα θεμέλια του γεφυριού τη γυναίκα του πρωτομάστορα. 2. πρωτεργάτης.
[μσν. πρωτομάστορας < πρωτο- + μάστορας]