Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρωτοκαθεδρία η [protokaθeδría] Ο25 : 1. το δικαίωμα που έχει ένας ανώτατος αξιωματούχος να καταλαμβάνει την πρώτη, την τιμητική θέση σε μια τελετή. || (ειδικότ., εκκλ.) το δικαίωμα των αρχαιότερων κληρικών να έχουν το προβάδισμα έναντι των νεοτέρων. || (έκφρ.) παίρνει την ~, (ειρ.) για κπ. που πηγαίνει και κάθεται στην πρώτη θέση, απρόσκλητος. 2. (μτφ.) για κπ. που σε κάθε συγκέντρωση, επίσημη ή ιδιωτική, είναι το κύριο πρόσωπο στο οποίο στρέφεται το ενδιαφέρον και ο σεβασμός των άλλων: Θέλει να έχει παντού την ~. || (επέκτ., οικ.) τα πρωτεία ή η προτεραιότητα που δίνεται σε κπ. ή σε κτ.
[λόγ. < ελνστ. πρωτοκαθεδρία]