Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρωτοδίκης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρωτοδίκης ο [protoδíkis] Ο10 θηλ. πρωτοδίκης [protoδíkis] : δικαστής, μέλος του πρωτοδικείου.

[λόγ. πρωτο(δικείον) -δίκης μτφρδ. γαλλ. juge de première instance· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες