Παράλληλη αναζήτηση
110 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πρωτο- [proto] & πρωτό- [protó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & πρωτ- [prot] ή πρωθ- [proθ], σε παλαιότερη σύνθεση πριν από φωνήεν ή δασυνόμενο φωνήεν αντίστοιχα : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· συνήθ.: 1. (σε σύνθετα ρήματα συνήθ. σε χρόνο αόριστο ή διηγηματικό ενεστώτα) δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος κάνει ή υφίσταται για πρώτη φορά αυτό που εκφράζει το ρήμα που υπάρχει ως β' συνθετικό: ~απλώνω, ~αρχίζω, ~βάζω, ~βλέπω, ~δημοσιεύω, ~εμφανίζομαι, ~λέω, ~πηγαίνω. || με διαφορά στη σημασία και στη δομή της πρότασης, όταν χρειάζεται να δηλωθεί με έμφαση ότι το υποκείμενο του ρήματος είναι αυτό που έκανε για πρώτη φορά σε σχέση με άλλους αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~φόρεσε ψηλά τακούνια, όταν ήταν δεκαπέντε χρονών, φόρεσε για πρώτη φορά
Aυτή ~φόρεσε ψηλά τακούνια από την παρέα μας, είναι η πρώτη από την παρέα μας που φόρεσε
2. (συνήθ. σε σύνθετα επίθετα σε -τος) δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο παθαίνει, υφίσταται για πρώτη φορά αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: πρωτάκουστος, πρωτόβγαλτος, ~φανέρωτος, ~τάξιδος. 3α. χαρακτηρίζει το πρόσωπο που κατέχει ιεραρχικά την πρώτη θέση ή τάξη μεταξύ πολλών ομοίων: πρωτεπιστάτης, ~καπετάνιος, ~μάγειρας, ~μάστορας, ~παλίκαρο. || πρωθυπουργός. β. επιτατικά, για το πρόσωπο που κατεξοχήν συγκεντρώνει τα στοιχεία που συνεπάγεται το β' συνθετικό: πρωταίτιος· ~κλέφτης, ~νοικοκύρης, ~ψεύτης, αρχικλέφτης κτλ. 4. σε μια κλιμάκωση εκφράζει την πρώτη, την πιο χαμηλή βαθμίδα σε αντιδιαστολή με σύνθετα με το α' συνθετικό δευτερο-, τριτο- κτλ.: ~βάθμιος, ~ετής. 5. δηλώνει: α. την πρώτη εμφάνιση αυτού που εκφράζει το β' συνθετικό: ~βρόχι, πρωτόγαλα. β. στα χρονικά ουσιαστικά: πρωταπριλιά, ~μαγιά, ~μηνιά, ~χρονιά, για να δηλώσει την πρώτη ημέ ρα του συγκεκριμένου μήνα ή χρόνου που εκφράζει το β' συνθετικό· (πρβ. αρχι-). 6. (επιστ.) δηλώνει: α. (ιστ.) σε σύνθετα επίθετα, ότι το προσδιοριζόμενο ανήκει, εντάσσεται στο πρώτο στάδιο της χρονικής περιόδου που εκφράζει το β' συνθετικό. ANT υστερο-: ~ελλαδικός, ~κορινθιακός, ~μινωικός, ~νεολιθικός. β. (ζωολ., βιολ.) κατηγορία ή οικογένεια η οποία αποτελεί την πρώτη ατελέστερη μορφή αυτού που εκφράζει το β' συνθετικό: πρωτόζωα.
[1-3, 5: αρχ. πρωτ(ο)- θ. του τακτ. αριθμτ. πρῶτο(ς) ως α' συνθ.: αρχ. πρωτό-γονος `πρωτότοκος΄, ελνστ. πρωτ-αγωνιστής, πρωτ-αίτιος, πρωτο-στατῶ, (δωρ. διάλ.) πρατο-μηνία (πρατο- = πρωτο-)· 4: λόγ. < αρχ. πρωτο-· 6: λόγ. < διεθ. proto- < αρχ. πρωτο-: πρωτο-δωρικός < γαλλ. protodorique, πρωτό-ζωα < νλατ. protozoa· λόγ. < αρχ. πρωθ- < αρχ. πρωτ(ο)- πριν από το σύμφω. [h] (δες δασεία): αρχ. πρωθ-ήβης `που βρίσκεται στην αρχή της νιότης΄]
- πρωτοανακαλύπτω [protoanakalípto] -ομαι Ρ4 : α. ανακαλύπτω κτ. για πρώτη φορά: Πότε το πρωτοανακάλυψες αυτό το μπαράκι; β. ανακαλύπτω εγώ πρώτος κτ.
[πρωτο- + ανακαλύπτω]
- πρωτοαρχίζω [protoarxízo] & πρωταρχίζω [protarxízo] Ρ2.1α : α. αρχίζω να κάνω κτ. για πρώτη φορά: Όταν πρωτοάρχισα να εργάζομαι. || Όταν πρωτοάρχισε (να λειτουργεί) η τηλεόραση. β. αρχίζω εγώ πρώτος να κάνω κτ.: Aυτός πρωτοάρχισε τη φασαρία.
[πρωτο-, πρωτ(ο)- + αρχίζω]
- πρωτοβάζω [protovázo] Ρ αόρ. πρωτόβαλα και πρωτοέβαλα, απαρέμφ. πρωτοβάλει, μππ. πρωτοβαλμένος : α. βάζω κτ. για πρώτη φορά: Όταν πρωτόβαλε μακριά παντελόνια, πρωτοφόρεσε. Πότε πρωτόβαλε υποψηφιότητα για βουλευτής; β. βάζω κτ. εγώ πρώτος: Aυτή πρωτόβαλε παντελόνια, πρωτοφόρεσε.
[πρωτο- + βάζω]
- πρωτοβάθμιος -α -ο [protováθmios] Ε6 : 1. που κατέχει τον πρώτο και ιεραρχικά ανώτερο βαθμό: ~ υπάλληλος. 2. που αποτελεί την πρώτη, δηλαδή την κατώτερη βαθμίδα που προηγείται της δευτεροβάθμιας: Πρωτοβάθμια εκπαίδευση, στοιχειώδης. Tο πρωτοδικείο είναι πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Πρωτοβάθμια επιτροπή / συνδικαλιστική οργάνωση. 3. (μαθημ.) πρωτοβάθμια εξίσωση, εξίσωση πρώτου βαθμού.
[λόγ. πρωτο- + βαθμ(ός) -ιος μτφρδ. γαλλ. de premier degré (πρβ. ελνστ. πρωτόβαθμος `πρώτης τάξης΄)]
- πρωτοβγάζω [protovγázo] Ρ αόρ. πρωτόβγαλα και πρωτοέβγαλα, απαρέμφ. πρωτοβγάλει, μππ. πρωτοβγαλμένος : α. βγάζω κτ. για πρώτη φορά: Σήμερα πρωτοβγάλαμε τα χειμωνιάτικα. Όταν πρωτόβγαλα το περιοδικό, άρχισα να το εκδίδω. || Πότε πρωτοέβγαλες αυτό το συμπέρασμα; β. βγάζω κτ. εγώ πρώτος: Εγώ πρωτόβγαλα τα χειμωνιάτικα. Aυτός πρωτόβγαλε εφημερίδα στην πόλη μας, εξέδωσε. Aυτός πρωτόβγαλε την είδηση, διέδωσε.
[πρωτο- + βγάζω]
- πρωτοβγαίνω [protovjéno] Ρ πρτ. πρωτόβγαινα και πρωτοέβγαινα, αόρ. πρωτοβγήκα, απαρέμφ. πρωτοβγεί : 1. βγαίνω για πρώτη φορά: Σήμερα πρωτοβγήκα, μετά την αρρώστια μου. Όταν πρωτοβγαίνουν τα φρούτα είναι ακριβά, όταν εμφανίζονται στην αγορά. Όταν πρωτοβγήκε το περιοδικό, όταν εκδόθηκε για πρώτη φορά. 2. βγαίνω εγώ πρώτος: Aυτός πρωτοβγήκε από το αυτοκίνητο. Ποιος από τους δύο πρωτοβγήκε βουλευτής;, ποιος είναι ο παλαιότερος.
[πρωτο- + βγαίνω]
- πρωτόβγαλτος -η -ο [protóvγaltos] Ε5 : για άνθρωπο που είναι άπειρος, που μόλις άρχισε να αποκτά εμπειρίες από τη ζωή ή από το επάγγελμά του: Mια νέα πρωτόβγαλτη κοπέλα. Είναι ~ στην πολιτική. ~ δάσκαλος.
[πρωτοβγαλ- (πρωτοβγάζω) -τος]
- πρωτοβλάστη η [protovlásti] Ο30 : (βιολ.) το πρωτόπλασμα και ο πυρήνας του κυττάρου.
[λόγ. < διεθ. proto- = πρωτο- + νλατ. blast -η < αρχ. βλαστός]
- πρωτοβλέπω [protovlépo] -ομαι Ρ πρτ. πρωτόβλεπα και πρωτοέβλεπα, αόρ. πρωτοείδα και πρωτόειδα και (προφ.) πρωτόδα, απαρέμφ. πρωτοδεί, παθ. αόρ. πρωτοειδώθηκα, απαρέμφ. πρωτοϊδωθεί : α. βλέπω κπ. ή κτ. για πρώτη φορά: Tον θυμάμαι νέο κι ωραίο, όπως ήταν όταν τον πρωτοείδα, τον πρωτογνώρισα. Πρωτοειδωθήκαμε στο Παρίσι πριν τη δικτατορία. Όταν το πρωτοείδα το σπίτι, δε μου άρεσε. || βλέπω κτ. πρώτα απ΄ όλα τα άλλα, στην έκφραση τι / ποιον να πρωτοδεί (κανείς), τι / ποιον να δει πρώτα, συνήθ. για να δηλώσουμε πόσο πολλά ή σημαντικά είναι τα πράγματα ή τα πρόσωπα που πρέπει ή αξίζει να δούμε: Πήγαμε για πρώτη φορά στο Παρίσι και δεν ξέραμε τι να πρωτοδούμε. β. βλέπω κπ. ή κτ. εγώ πρώτος: Εγώ τον πρωτοείδα να έρχεται.
[πρωτο- + βλέπω]