Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρωταπριλιά η [protaprilá] Ο24 : η πρώτη μέρα του Aπριλίου κατά την οποία, σύμφωνα με το έθιμο, οι άνθρωποι λένε διάφορα χαριτωμένα ψέματα και γελούν όταν αποκαλύπτεται η αλήθεια: ~ είναι σήμερα;, όταν ακούσουμε κτ. απίστευτο σαν πρωταπριλιάτικο αστείο.
[πρώτ(η) + Aπρίλ(ης) -ιά κατά το πρωτομηνιά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρωταπριλιάτικος -η -ο [protaprilátikos] Ε5 : που έχει σχέση με την πρωταπριλιά ή που λέγεται ή γίνεται την πρωταπριλιά: Πρωταπριλιάτικη συνήθεια. Πρωταπριλιάτικο ψέμα / αστείο. || (ως ουσ.) το πρωταπριλιάτι κο, πρωταπριλιάτικο ψέμα: Σαν πρωταπριλιάτικο, για κτ. απίστευτο, απίθανο. || (προφ.): Είμαι ~, γεννήθηκα την πρωταπριλιά.
[πρωταπριλ(ιά) -ιάτικος]