Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρωταγωνιστής ο [protaγonistís] Ο7 θηλ. πρωταγωνίστρια [protaγo nístria] Ο27 : 1. ηθοποιός που παίζει τον πρώτο ρόλο σε μια θεατρική ή κινηματογραφική παράσταση. || ηθοποιός που παίζει συνήθ. πρώτους ρόλους και που έχει διακριθεί σε αυτούς: Γνωστές πρωταγωνίστριες έχουν διαπρέψει και σε δεύτερους ρόλους. 2. (μτφ.) πρόσωπο που παίζει τον κύριο ρόλο, που πρωτοστατεί σε κτ.: Ο ~ στην υπόθεση κατασκοπείας. ~ σε όλες τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες, πρωτεργάτης. Είναι ~ σε όλες τις αταξίες μέσα στην τάξη. (έκφρ.) ~ του δράματος, το κύριο πρόσωπο σε ένα τραγικό γεγονός: ~ του δράματος είναι η μητέρα του νεκρού.
[λόγ. < ελνστ. πρωταγωνιστής· λόγ. πρωταγωνισ(τής) -τρια]