Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρωτάρικος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρωτάρικος -η -ο [protárikos] Ε5 : (λαϊκότρ.) 1. που γεννήθηκε από πρωτάρα: Πρωτάρικο αρνί. 2. που έχει γίνει από πρωτάρη και αδέξιο.

[πρωτάρ(ης) -ικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες