Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρωτάρης ο [protárís] Ο11 θηλ. πρωτάρα [protára] Ο25α : (οικ.) 1. αυτός που κάνει κτ. για πρώτη φορά ή που αποκτά για πρώτη φορά μια εμπειρία· πρωτόπειρος. || ατζαμής. 2. για γυναίκα ή για θηλυκό ζώο που γεννάει για πρώτη φορά· πρωτοτόκος.
[πρώτ(ος) -άρης· πρωτάρ(ης) -α]