Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρωσικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρωσικός -ή -ό [prosikós] Ε1 : που έχει σχέση με την Πρωσία ή με τους Πρώσους ή που ταιριάζει σε αυτούς: ~ στρατός / μιλιταρισμός. (έκφρ.) πρωσική πειθαρχία, πολύ αυστηρή.

[λόγ. Πρωσ(ία) -ικός < γερμ. Ρreussen]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες