Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρωκτικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρωκτικός -ή -ό [proktikós] Ε1 : 1. (ανατ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στον πρωκτό: ~ σωλήνας. 2. που γίνεται από τον πρωκτό: Πρωκτική συνουσία.

[λόγ. πρωκτ(ός) -ικός μτφρδ. γαλλ. anal]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες