Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρωινός -ή -ό [proinós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με το πρωί: Οι πρώτες πρωινές ώρες, από τα μεσάνυχτα έως τα χαράματα. || (λόγ., ως ουσ.): H πρώ τη / δεύτερη κτλ. πρωινή, 1 π.μ., 2 π.μ. κτλ. α. που γίνεται, συμβαίνει ή παρουσιάζεται το πρωί, τις πρωινές ώρες: ~ περίπατος / ύπνος. Πρωι νή εργασία / πτήση / ησυχία. Πρωινό γεύμα, πρωινό. || ~ τύπος / πρωινή εφημερίδα, που κυκλοφορεί το πρωί, σε αντιδιαστολή προς την απογευματι νή. β. που λειτουργεί το πρωί: Πρωινό σχολείο / τρένο. γ. για κτ. που είναι κατάλληλο για το πρωί: Πρωινό φόρεμα. 2. (για πρόσ., προφ.) α. που ξυπνάει νωρίς: Εγώ είμαι πάντα ~. β. που εργάζεται το πρωί, και ως ουσ.: Είμαι κάθε μέρα ~, για μαθητή, εργαζόμενο κτλ. Οι πρωινοί έχουν μάθημα έως τις δύο. (έκφρ.) οι πρωινοί να φεύγουν, για να δηλώσουμε ότι υπάρχει έλλειψη χώρου (σε μπαρ, κέντρο, σπίτι κτλ.) και πρέπει να φύγουν κάποιοι που ήδη κάθονται αρκετή ώρα, για να καθίσουμε εμείς.
[ελνστ. πρωϊνός]