Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρωθυπουργία η [proθipurjía] Ο25 : α. το αξίωμα του πρωθυπουργού: Tου πρσφέρθηκε η ~, εκείνος όμως την αρνήθηκε. β. το χρονικό διάστη μα της θητείας του πρωθυπουργού: Συμφωνίες που υπέγραψε η Ελλάδα επί πρωθυπουργίας του Ελευθερίου Bενιζέλου / του Kωνσταντίνου Kαραμανλή.
[λόγ. πρωθυπουργ(ός) -ία]