Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρυτανεία η [pritanía] Ο25 : 1α. το αξίωμα του πρύτανη: Θα διεκδικήσει την ~. β. το χρονικό διάστημα της θητείας του πρύτανη: Επί της πρυτανείας του ιδρύθηκαν νέες σχολές. Kατά την πρώτη / τη δεύτερη ~ του. γ. οι υπηρεσίες που έχουν σχέση με τον πρύτανη και το κτίριο όπου στεγάζονται αυτές. 2. στην αρχαία Aθήνα, το διάστημα κατά το οποίο διοικούσαν οι πενήντα πρυτάνεις κάθε φυλής.
[λόγ.: 2: αρχ. πρυτανεία· 1: κατά τη σημ. του πρύτανης1α, σημδ. γερμ. Rektorat ή γαλλ. rectorat]